-
1 крепость
I крепость I ж (укреплённое место) το φρούριο, το κάστρο, το οχυρό II крепость II ж (насыщенность) η δύναμη, η δραστικότητα* * *I ж( укреплённое место) το φρούριο, το κάστρο, το οχυρόII ж( насыщенность) η δύναμη, η δραστικότητα -
2 бастион
бастионм воен. τό φρούριο, τό ὀχυρό, ὁ προμαχώνας [-ών]. -
3 дзот
дзотм (дерево-земляная огневая точка) воен. τό ὁχυρό πολυβολείο. -
4 форт
фортм воен. τό φρούριο[ν], τό ὁχυρό. -
5 дзот
[ντζοτ] οοσ. α. οχυρό πολυβολείο -
6 дзот
[ντζοτ] ουσ α οχυρό πολυβολείο -
7 блиндаж
-а α.(στρατ.) σκέπαστρο, οχυρό. -
8 завладеть
ρ.σ.1. κυριεύω, παίρνω, καταλαβαίνω•завладеть неприятной крепостью κυριεύω εχθρικό οχυρό.
|| ιδιοποιούμαι, σφετερίζομαι, αρπάζω•завладеть чужим имением αρπάζω ξένη περιουσία.
|| συναρπάζω, κατέχω, τραβώ, προσελκύω• завладетьобшим вниманием τραβώ την προσοχή όλων•завладеть нитью разговора συναρπάζω με την ομιλία.
2. μτφ. υποτάσσω ψυχικά. -
9 закрытие
-я ουδ.1. κλείσιμο, κλείδωμα•закрытие магазина κλείσιμο του μαγαζιού.
2. τέλος•выставки το κλείσιμο της έκθεσης.
3. καλυμμένο οχυρό, σκέπαστρο, αμπρί. -
10 люнет
-а α.1. παλ. οχυρό χαράκωμα.2. θόλος πλάγιου σηκού. -
11 предмостный
επ.μπροστά από τη γέφυραпредмостныйое укрепление οχυρό μπροστά από τη γέφυρα. -
12 ретирад
-а α. κ. ретирада-ы θ. παλ.1. υποχώρηση, οπισθοχώρηση (στρατού).2. οχυρό (για κάλυψη υποχώρησης).3. παλ. • αποχωρητήριο. -
13 сдать
ρ.σ.μ.1. παραδίνω•сдать вещи на хранение παραδίνω τα πράγματα για διαφύλαξη•
сдать станок в отличном состоянии παραδίνω την εργατομηχανή σε άριστη κατάσταση•
сдать дежурство παραδίνω την υπηρεσία. сдать позицию παραδίνωτη θέση•
сдать оружие παραδίνω το όπλο•
сдать город παραδίνω την πόλη.
|| δίνω•сдать кровь на анализ δίνω αίμα για εξέταση•
сдать экзамены δίνω εξετάσεις•
сдать землю в аренту νοικιάζω τη γη.
2. επιστρέφω, γυρίζω•сдать книги в библиотеку δίνω πίσω τα βιβλία στη βιβλιοθήκη•
сдать сдачу δίνω τα ρέστα.
3. μοιράζω, διανέμω (παιγνιόχαρτα).4. μειώνω, ελαττώνω, λιγοστεύω (ένταση, ρυθμό κ.τ.τ.)•.5. αδυνατίζω, ενδίδω, εξασθενίζω• γεράζω. || (για μηχανές) χαλώ, παθαίνω βλάβη.1. παραδίνομαι•крепость -лась το φρούριο (οχυρό) παραδόθηκε•
армия -лась ο στρατός παραδόθηκε•
сдать в плен παραδίνομαι αιχμάλωτος.
2. ενδίδω, υποχωρώ (σε παρακλήσεις κ.τ.τ.), -
14 твердыня
-и θ.ακρόπολη, προπύργιο, οχυρό, φρούριο. || μτφ. твердыня самодержавия το στήριγμα της απολυταρχίας. -
15 форт
-а, προθτ. о форте, в форту, πλθ. ферты α. οχυρό, οχύρωμα. -
16 фортеция
-и θ. παλ. οχυρό, προμαχώνας• φρούρ ι,ο.
См. также в других словарях:
Οχυρό — Ονομασία δύο οικισμών. 1. Ημιορεινός οικισμός (υψόμ. 180) στην πρώην επαρχία Κομοτηνής του νομού Ροδόπης. 2. Ορεινός οικισμός (υψόμ. 550) του νομού Δράμας … Dictionary of Greek
Ακρολαμία — Οχυρό της Λαμίας. Βρίσκεται στο υψηλότερο σημείο της πόλης (177 μ.), σε έναν πευκόφυτο λόφο, και θεωρείται το σημαντικότερο αρχαιολογικό και ιστορικό μνημείο της. Η συνολική έκτασή του είναι περίπου 16 στρέμματα. Το πολυγωνικό τμήμα της δυτικής… … Dictionary of Greek
Θωμόκαστρο — Οχυρό φρούριο της Ηπείρου στις ακτές της Αδριατικής θάλασσας. Πήρε την ονομασία του από τον τελευταίο δεσπότη της περιοχής, Θωμά Άγγελο Κομνηνό. Μετά τη δολοφονία του δεσπότη, κατελήφθη από τον Νικηφόρο Ορσίνι, ο οποίος ήταν πειθήνιο όργανο του… … Dictionary of Greek
οχύρωση — Έργο ή συγκρότημα έργων, κατασκευασμένο για την υπεράσπιση μιας θέσης ή μιας περιοχής. Η υπεράσπιση αυτή μπορεί να επιτευχθεί με κατάλληλη εκμετάλλευση της ίδιας της μορφής του εδάφους καθώς και με διάφορες βελτιώσεις. Έτσι είναι δυνατό να… … Dictionary of Greek
Ιορδανία — Επίσημη ονομασία: Χασεμιτικό Βασίλειο της Ιορδανίας Έκταση: 92.300 τ. χλμ. Πληθυσμός: 5.307.470 (2002) Πρωτεύουσα: Αμμάν (1.415.000 κάτ. το 1999)Κράτος της νοτιοδυτικής Ασίας, στη Μέση Ανατολή. Συνορεύει στα Δ με το Ισραήλ και τη Δυτική Όχθη… … Dictionary of Greek
κίνα — Επίσημη ονομασία: Λαϊκή Δημοκρατία της Κίνας Έκταση: 9.596.960 τ. χλμ. Πληθυσμός: 1.284.303.705 κάτ. (2002) Πρωτεύουσα: Πεκίνο ή Μπεϊτζίνγκ (6.619.000 κάτ. το 2003)Κράτος της ανατολικής Ασίας. Συνορεύει στα Β με τη Μογγολία και τη Ρωσία, στα ΒΑ… … Dictionary of Greek
Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής — Επίσημη ονομασία: Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής Συντομευμένη ονομασία: ΗΠΑ (USA) Έκταση: 9.629.091 τ. χλμ Πληθυσμός: 278.058.881 κάτ. (2001) Πρωτεύουσα: Ουάσινγκτον (6.068.996 κάτ. το 2002)Κράτος της Βόρειας Αμερικής. Συνορεύει στα Β με τον… … Dictionary of Greek
Μαλαισία — Κράτος της νοτιοανατολικής Ασίας. Αποτελείται από δύο ενότητες, μεταξύ των οποίων μεσολαβεί η Νότια Κινεζική θάλασσα για περίπου 650 χλμ. Το ανατολικό τμήμα συνορεύει B με το Μπρουνέι και N με την Ινδονησία, ενώ βρέχεται B και Δ από την Νότια… … Dictionary of Greek
Αίγυπτος — I Κράτος της βορειοανατολικής Αφρικής και (σε μικρό μέρος) της δυτικής Ασίας.Συνορεύει στα Δ με τη Λιβύη, στα Ν με το Σουδάν και στα ΒΑ με το Ισραήλ, ενώ βρέχεται στα Β από τη Μεσόγειο θάλασσα και στα Α από την Ερυθρά θάλασσα.Η Α. (αλ… … Dictionary of Greek
ακρόπολη — Οχυρή θέση, συνήθως ύψωμα (λόφος), που στην Ελλάδα και την ηπειρωτική και τα νησιά αλλά και στη δυτική Μικρά Ασία, στην Κάτω Ιταλία και στη Σικελία, από τους πανάρχαιους χρόνους, το χρησιμοποιούσαν οι άνθρωποι των γύρω συνοικισμών ως καταφύγιο σε … Dictionary of Greek
κάστρο — Μεσαιωνικό φρούριο· τείχος που περιβάλλει πόλη. Η λέξη προέρχεται από το λατινικό castellum, υποκοριστικό του castrum και υποδηλώνει, στη ρωμαϊκή ονοματολογία, ένα οχυρό σχετικά περιορισμένων διαστάσεων. Οι δύο αυτοί όροι, ωστόσο, δεν… … Dictionary of Greek